- υδατικός
- -ή, -ό / ὑδατικός, -ή, -όν, ΝΑ [ὕδωρ, ὕδατος]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νερό2. φρ. α) «υδατική κρέμα» — ειδική καλλυντική κρέμα η οποία χρησιμοποιείται ως μέσο ενυδάτωσης τού δέρματοςβ) «υδατικές δουλείες»(νομ.) οι δουλείες υπονόμου, υδραγωγείου, διοχετεύσεως, αποχετεύσεως ή αντλήσεως νερού κ.ά.γ) «υδατικό δυναμικό»(φυσιολ.-φυσ.-χημ.) μέτρο τής θερμοδυναμικής ενέργειας που είναι διαθέσιμη σε ένα υδατικό διάλυμα για να προκαλέσει τη διέλευση τών μορίων τού νερού διά μέσου μιας ημιπερατής μεμβράνης κατά το φαινόμενο τής ώσμωσηςδ) «υδατικό ισοζύγιο»βιολ. η διαφορά μεταξύ τού ρυθμού απορρόφησης νερού από ένα φυτό και τής υδατικής απώλειαςαρχ.υδάτινος.
Dictionary of Greek. 2013.